νορβηγικό
Greek
Adjective
νορβηγικό • (norvigikó)
- Accusative singular masculine form of νορβηγικός (norvigikós).
- Nominative, accusative and vocative singular neuter form of νορβηγικός (norvigikós).
单词 | νορβηγικό |
释义 | νορβηγικό |
随便看 |
|
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。