μπόντιμπίλντερ
See also: μπόντι μπίλντερ
Greek
Noun
μπόντιμπίλντερ • (bóntimpílnter) n (indeclinable)
- Alternative form of μπόντι μπίλντερ (bónti bílnter)
单词 | μπόντιμπίλντερ |
释义 | μπόντιμπίλντερSee also: μπόντι μπίλντερ |
随便看 |
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。