μονόκλινος
Greek
Adjective
μονόκλινος • (monóklinos) m (feminine μονόκλινη, neuter μονόκλινο)
- single (especially of a single room)
Declension
declension of μονόκλινος
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μονόκλινος | μονόκλινη | μονόκλινο | μονόκλινοι | μονόκλινες | μονόκλινα |
genitive | μονόκλινου | μονόκλινης | μονόκλινου | μονόκλινων | μονόκλινων | μονόκλινων |
accusative | μονόκλινο | μονόκλινη | μονόκλινο | μονόκλινους | μονόκλινες | μονόκλινα |
vocative | μονόκλινε | μονόκλινη | μονόκλινο | μονόκλινοι | μονόκλινες | μονόκλινα |
Related terms
- μονόκλινο n (monóklino, “single room”)
- δίκλινο n (díklino, “double room”)
- δίκλινος (díklinos, “double”)