μικρό δάχτυλο
Greek
Noun
μικρό δάχτυλο • (mikró dáchtylo) n (plural μικρά δάχτυλα)
- (anatomy) little finger (UK), pinkie (US)
Declension
- see: μικρός (mikrós) and δάχτυλο (dáchtylo)
Synonyms
- δαχτυλάκι n (dachtyláki)
- μικρό δαχτυλάκι n (mikró dachtyláki)
- ωτίτης m (otítis)
- μικρός m (mikrós)
Hypernyms
- δάχτυλο n (dáchtylo, “finger”)
Coordinate terms
- see: δείκτης m (deíktis, “forefinger, index finger”)