μητρική γλώσσα
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /mitriˈci ˈɣlosa/
- Hyphenation: μη‧τρι‧κή γλώσ‧σα
Noun
μητρική γλώσσα • (mitrikí glóssa) f (plural μητρικές γλώσσες)
- mother tongue
单词 | μητρική γλώσσα |
释义 | μητρική γλώσσα |
随便看 |
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。