μεταγλωττίστρια
Greek
Noun
μεταγλωττίστρια • (metaglottístria) f (plural μεταγλωττίστριες, masculine μεταγλωττιστής)
- (film) dubber (person who dubs films)
Declension
declension of μεταγλωττίστρια
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μεταγλωττίστρια • | μεταγλωττίστριες • |
genitive | μεταγλωττίστριας • | μεταγλωττιστριών • |
accusative | μεταγλωττίστρια • | μεταγλωττίστριες • |
vocative | μεταγλωττίστρια • | μεταγλωττίστριες • |