μεταβατικός
Greek
Adjective
μεταβατικός • (metavatikós) m (feminine μεταβατική, neuter μεταβατικό)
- (grammar) transitive
- Αυτό είναι ένα μεταβατικό ρήμα. ― Aftó eínai éna metavatikó ríma. ― This is a transitive verb.
- transitional
Declension
declension of μεταβατικός
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μεταβατός | μεταβατή | μεταβατό | μεταβατοί | μεταβατές | μεταβατά |
genitive | μεταβατού | μεταβατής | μεταβατού | μεταβατών | μεταβατών | μεταβατών |
accusative | μεταβατό | μεταβατή | μεταβατό | μεταβατούς | μεταβατές | μεταβατά |
vocative | μεταβατέ | μεταβατή | μεταβατό | μεταβατοί | μεταβατές | μεταβατά |
Synonyms
- (abbreviation) μτβ. (mtv.)
- (abbreviation) μετβ. (metv.)
Antonyms
- αμετάβατος (ametávatos, “intransitive”)