ματοκυλίζομαι
Greek
Verb
ματοκυλίζομαι • (matokylízomai) passive (simple past ματοκυλίστηκα, active ματοκυλίζω)
- passive form of ματοκυλίζω (matokylízo).
Conjugation
- see this verb's full conjugation at: ματοκυλίζω (matokylízo)