μαγειρεύω
Greek
Verb
μαγειρεύω • (mageirévo) (simple past μαγείρεψα)
- cook
Conjugation
μαγειρεύω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | μαγειρεύω | μαγείρευα | θα μαγειρεύω | να μαγειρεύω | |
2s | μαγειρεύεις | μαγείρευες | θα μαγειρεύεις | να μαγειρεύεις | μαγείρευε |
3s | μαγειρεύει | μαγείρευε | θα μαγειρεύει | να μαγειρεύει | |
1p | μαγειρεύουμε, μαγειρεύομε | μαγειρεύαμε | θα μαγειρεύουμε, μαγειρεύομε | να μαγειρεύουμε, μαγειρεύομε | |
2p | μαγειρεύετε | μαγειρεύατε | θα μαγειρεύετε | να μαγειρεύετε | μαγειρεύετε |
3p | μαγειρεύουν, μαγειρεύουνε | μαγείρευαν, μαγειρεύαν, μαγειρεύανε | θα μαγειρεύουν, μαγειρεύουνε | να μαγειρεύουν, μαγειρεύουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | μαγειρέψω | μαγείρεψα | θα μαγειρέψω | να μαγειρέψω | |
2s | μαγειρέψεις | μαγείρεψες | θα μαγειρέψεις | να μαγειρέψεις | μαγείρεψε |
3s | μαγειρέψει | μαγείρεψε | θα μαγειρέψει | να μαγειρέψει | |
1p | μαγειρέψουμε, μαγειρέψομε | μαγειρέψαμε | θα μαγειρέψουμε, μαγειρέψομε | να μαγειρέψουμε, μαγειρέψομε | |
2p | μαγειρέψετε | μαγειρέψατε | θα μαγειρέψετε | να μαγειρέψετε | μαγειρέψτε, μαγειρεύτε |
3p | μαγειρέψουν, μαγειρέψουνε | μαγείρεψαν, μαγειρέψαν, μαγειρέψανε | θα μαγειρέψουν, μαγειρέψουνε | να μαγειρέψουν, μαγειρέψουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω μαγειρέψει | είχα μαγειρέψει | θα έχω μαγειρέψει | να έχω μαγειρέψει | |
2s | έχεις μαγειρέψει | είχες μαγειρέψει | θα έχεις μαγειρέψει | να έχεις μαγειρέψει | έχε μαγειρεμένο |
3s | έχει μαγειρέψει | είχε μαγειρέψει | θα έχει μαγειρέψει | να έχει μαγειρέψει | |
1p | έχουμε μαγειρέψει | είχαμε μαγειρέψει | θα έχουμε μαγειρέψει | να έχουμε μαγειρέψει | |
2p | έχετε μαγειρέψει | είχατε μαγειρέψει | θα έχετε μαγειρέψει | να έχετε μαγειρέψει | έχετε μαγειρεμένο |
3p | έχουν μαγειρέψει | είχαν μαγειρέψει | θα έχουν μαγειρέψει | να έχουν μαγειρέψει | |
Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) μαγειρεμένο | ||||
pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) μαγειρεμένο | ||||
future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) μαγειρεμένο | ||||
subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) μαγειρεμένο | ||||
Participle: | μαγειρεύοντας | Non-finite ‡ | μαγειρέψει | 17, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existent. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. | |||||
Related terms
- see: μαγειρική f (mageirikí, “cookery”)
- ψήνω (psíno, “I cook”)