λαθρέμπορους
See also: λαθρεμπόρους
Greek
Noun
λαθρέμπορους • (lathrémporous) m
- Accusative plural form of λαθρέμπορος (lathrémporos).
单词 | λαθρέμπορους |
释义 | λαθρέμπορουςSee also: λαθρεμπόρους |
随便看 |
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。