请输入您要查询的单词:
单词
κύτων
释义
κύτων
Greek
Noun
κύτων
•
(
kýton
)
n
Genitive
plural
form of
κύτος
(
kýtos
)
.
随便看
βασανίστριας
βασανίστριες
βασανίσω
βασανιστές
βασανιστή
βασανιστήρια
βασανιστήριο
βασανιστής
βασανιστηρίου
βασανιστηρίων
βασανιστικός
βασανιστριών
βασανιστών
βασιβουζούκε
βασιβουζούκο
βασιβουζούκοι
βασιβουζούκος
βασιβουζούκου
βασιβουζούκους
βασιβουζούκων
βασικά
βασικός
Βασιλάκης
βασιλέα
βασιλέας
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/8/6 16:05:06