请输入您要查询的单词:
单词
Κύπριας
释义
Κύπριας
Greek
Noun
Κύπριας
•
(
Kýprias
)
f
Genitive
singular
form of
Κύπρια
(
Kýpria
)
.
随便看
βλάστημα
βλάστησα
βλάστησαν
βλάστησε
βλάστησες
βλάσφημον
βλάσφημος
βλάττη
βλάφθηκα
βλάφτει
βλάφτηκα
βλάφτομαι
βλάφτω
Βλάχα
Βλάχες
Βλάχο
βλάχο
Βλάχοι
βλάχοι
Βλάχος
βλάχος
Βλάχου
βλάχου
Βλάχους
βλάχους
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/9/9 12:23:39