κρέμα γάλακτος
Greek
Noun
κρέμα γάλακτος • (kréma gálaktos) f (plural κρέμες γάλακτος)
- cream, dairy cream
Synonyms
- κρέμα f (kréma)
- καϊμάκι n (kaïmáki)
单词 | κρέμα γάλακτος |
释义 | κρέμα γάλακτος |
随便看 |
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。