κουστουμιά
See also: κουστούμια
Greek
Noun
κουστουμιά • (koustoumiá) f (plural κουστουμιές)
- (colloquial) suit, costume
Declension
declension of κουστουμιά
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κουστουμιά • | κουστουμιές • |
genitive | κουστουμιάς • | — |
accusative | κουστουμιά • | κουστουμιές • |
vocative | κουστουμιά • | κουστουμιές • |
Synonyms
- κοστούμι n (kostoúmi)
- κουστούμι n (koustoúmi)