请输入您要查询的单词:

 

单词 κουραστικός
释义

κουραστικός

Greek

Etymology

Stem κουράσ- (kourás-, from verb κουράζω (kourázo)) + -τικός (-tikós)

Pronunciation

  • IPA(key): /kurastiˈkos/
  • Hyphenation: κου‧ρα‧στι‧κός

Adjective

κουραστικός (kourastikós) m (feminine κουραστική, neuter κουραστικό)

  1. tiring
  2. trying
  3. heavy going

Declension

Synonyms

  • κοπιαστικός (kopiastikós)

Synonyms

  • ξεκουραστικός (xekourastikós)
  • κουραστικά (kourastiká, tiringly, adverb)
  • and see: κουράζω (kourázo, to tire, to annoy)

References

  • κουραστικός in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
随便看

 

国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。

 

Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号 更新时间:2024/11/6 7:19:09