κουραστικός
Greek
Etymology
Stem κουράσ- (kourás-, “from verb κουράζω (kourázo)”) + -τικός (-tikós)
Pronunciation
- IPA(key): /kurastiˈkos/
- Hyphenation: κου‧ρα‧στι‧κός
Adjective
κουραστικός • (kourastikós) m (feminine κουραστική, neuter κουραστικό)
- tiring
- trying
- heavy going
Declension
declension of κουραστικός
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | κουραστικός | κουραστική | κουραστικό | κουραστικοί | κουραστικές | κουραστικά |
genitive | κουραστικού | κουραστικής | κουραστικού | κουραστικών | κουραστικών | κουραστικών |
accusative | κουραστικό | κουραστική | κουραστικό | κουραστικούς | κουραστικές | κουραστικά |
vocative | κουραστικέ | κουραστική | κουραστικό | κουραστικοί | κουραστικές | κουραστικά |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο κουραστικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο κουραστικός (o pio kourastikós), etc.) |
Synonyms
- κοπιαστικός (kopiastikós)
Synonyms
- ξεκουραστικός (xekourastikós)
Related terms
- κουραστικά (kourastiká, “tiringly”, adverb)
- and see: κουράζω (kourázo, “to tire, to annoy”)
References
- κουραστικός in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.