κουραστικού
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /kurastiˈku/
- Hyphenation: κου‧ρα‧στι‧κού
Adjective
κουραστικού • (kourastikoú)
- Genitive singular masculine and neuter form of κουραστικός (kourastikós).
单词 | κουραστικού |
释义 | κουραστικού |
随便看 |
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。