κολλώδης
Greek
Etymology
From Ancient Greek κολλώδης (kollṓdēs)
Adjective
κολλώδης • (kollódis) m (feminine κολλώδης, neuter κολλώδες)
- gummy, sticky, gluy
Declension
declension of κολλώδης
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | κολλώδης • | κολλώδης • | κολλώδες • | κολλώδεις • | κολλώδεις • | κολλώδη • |
genitive | κολλώδους • | κολλώδους • | κολλώδους • | κολλώδων • | κολλώδων • | κολλώδων • |
accusative | κολλώδη • | κολλώδη • | κολλώδες • | κολλώδεις • | κολλώδεις • | κολλώδη • |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο κολλώδης, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο κολλώδης (o pio kollódis), etc.) |
See also
- κολλώδιο n (kollódio, “collodion”)