κολλητικός
Greek
Adjective
κολλητικός • (kollitikós) m (feminine κολλητική, neuter κολλητικό)
- (medicine) contagious, infectious, catching (of a disease)
Declension
declension of κολλητικός
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | κολλητικός | κολλητική | κολλητικό | κολλητικοί | κολλητικές | κολλητικά |
genitive | κολλητικού | κολλητικής | κολλητικού | κολλητικών | κολλητικών | κολλητικών |
accusative | κολλητικό | κολλητική | κολλητικό | κολλητικούς | κολλητικές | κολλητικά |
vocative | κολλητικέ | κολλητική | κολλητικό | κολλητικοί | κολλητικές | κολλητικά |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο κολλητικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο κολλητικός (o pio kollitikós), etc.) |
Synonyms
- λοιμώδης (loimódis)
- μεταδοτικός (metadotikós)