κολλητήρι
See also: Κολλητήρι
Greek
Noun
κολλητήρι • (kollitíri) n
- soldering iron (tool)
- burdock
Declension
declension of κολλητήρι
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κολλητήρι • | κολλητήρια • |
genitive | κολλητηριού • | κολλητηριών • |
accusative | κολλητήρι • | κολλητήρια • |
vocative | κολλητήρι • | κολλητήρια • |
Synonyms
- (burdock): κολλητσίδα (kollitsída)
Related terms
- see: κολλάω (kolláo)