κολλέγιο
Greek
Pronunciation
- IPA(key): [koˈleʝio]
Noun
κολλέγιο • (kollégio) n (plural κολλέγια)
- college
Declension
declension of κολλέγιο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κολλέγιο • | κολλέγια • |
genitive | κολλεγίου • | κολλεγίων • |
accusative | κολλέγιο • | κολλέγια • |
vocative | κολλέγιο • | κολλέγια • |
Synonyms
- πανεπιστήμιο n (panepistímio, “university”)