κολεόσπασμος
Greek
Etymology
κολεό (koleó, “vagina”) + σπασμος (spasmos, “spasm”)
Noun
κολεόσπασμος • (koleóspasmos) m (plural κολεόσπασμοι)
- (medicine) vaginismus
Declension
declension of κολεόσπασμος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κολεόσπασμος • | κολεόσπασμοι • |
genitive | κολεόσπασμου • | κολεόσπασμων • |
accusative | κολεόσπασμο • | κολεόσπασμους • |
vocative | κολεόσπασμε • | κολεόσπασμοι • |
Synonyms
- κολπόσπασμος m (kolpóspasmos)