κινηματόγραφος
See also: κινηματογράφος
Greek
Noun
κινηματόγραφος • (kinimatógrafos) m (plural κινηματόγραφοι)
- (colloquial) Alternative form of κινηματογράφος (kinimatográfos)
Declension
declension of κινηματόγραφος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κινηματόγραφος • | κινηματόγραφοι • |
genitive | κινηματόγραφου • κινηματογράφου • | κινηματόγραφων • κινηματογράφων • |
accusative | κινηματόγραφο • | κινηματόγραφους • κινηματογράφους • |
vocative | κινηματόγραφε • | κινηματόγραφοι • |