καταρράκτης
Greek
Alternative forms
- καταρράχτης (katarráchtis)
Noun
καταρράκτης • (katarráktis) m (plural καταρράκτες)
- (medicine) cataract (eye disease)
- flood, inundation
- (geography) waterfall, cataract, rapids
Declension
declension of καταρράκτης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | καταρράκτης • | καταρράκτες • |
genitive | καταρράκτη • | καταρρακτών • |
accusative | καταρράκτη • | καταρράκτες • |
vocative | καταρράκτη • | καταρράκτες • |
Related terms
- καταρρακτώδης (katarraktódis, “torrential”)
- καταρρακτωδώς (katarraktodós, “torrentially”)