κατ' αντιδιαστολή προς
Greek
Preposition
κατ' αντιδιαστολή προς • (kat' antidiastolí pros)
- as opposed to, in contrast to, in contradistinction
- ευρωπαϊκό δίκαιο κατ' αντιδιαστολή προς το βρετανικό δίκαιο ― evropaïkó díkaio kat' antidiastolí pros to vretanikó díkaio ― European as opposed to British law
- in opposition to