καταναγκάζουμε
Greek
Alternative forms
- καταναγκάζομε (katanagkázome) (formal)
Pronunciation
- IPA(key): /ka.ta.naŋˈɡa.zu.me/
- Hyphenation: κα‧τα‧να‧γκά‧ζου‧με
Verb
καταναγκάζουμε • (katanagkázoume)
- 1st person plural present form of καταναγκάζω (katanagkázo).