κατάχαμα
Greek
Adverb
κατάχαμα • (katáchama)
- on the ground
Synonyms
- καταγής (katagís)
- καταή (kataḯ)
- καταής (kataḯs)
单词 | κατάχαμα |
释义 | κατάχαμα |
随便看 |
|
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。