καρυδότσουφλο
Greek
Etymology
From καρύδι (karýdi, “walnut”) + τσόφλι (tsófli, “shell”)
Noun
καρυδότσουφλο • (karydótsouflo) n (plural καρυδότσουφλα)
- nutshell
- (figuratively) unseaworthy boat or ship
Declension
declension of καρυδότσουφλο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | καρυδότσουφλο • | καρυδότσουφλα • |
genitive | καρυδότσουφλου • | καρυδότσουφλων • |
accusative | καρυδότσουφλο • | καρυδότσουφλα • |
vocative | καρυδότσουφλο • | καρυδότσουφλα • |