请输入您要查询的单词:

 

单词 καρβοξυλικό οξύ
释义

καρβοξυλικό οξύ

Greek

Noun

καρβοξυλικό + οξύ (karvoxylikó + oxý) n

  1. (chemistry) carboxylic acid
    Το αιθανικό οξύ είναι ένα καρβοξυλικό οξύ.
    Acetic acid is a carboxylic acid.

Synonyms

  • καρβονικό οξύ n (karvonikó oxý)

Further reading

  • Καρβοξυλικά οξέα on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
随便看

 

国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。

 

Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号 更新时间:2024/11/6 9:34:01