καλαμπόκια
Greek
Noun
καλαμπόκια • (kalampókia) n
- Nominative, accusative and vocative plural form of καλαμπόκι (kalampóki).
单词 | καλαμπόκια |
释义 | καλαμπόκια |
随便看 |
|
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。