请输入您要查询的单词:
单词
καθολικέ
释义
καθολικέ
Greek
Adjective
καθολικέ
•
(
katholiké
)
Vocative
singular
masculine
form of
καθολικός
(
katholikós
)
.
随便看
σεληνίτα
σεληνίταιν
σεληνίταις
σεληνίτας
σεληνίτην
σεληνίτης
σεληνίτου
σεληνίτῃ
σεληνιακά
σεληνιακές
σεληνιακή
σεληνιακής
σεληνιακοί
σεληνιακού
σεληνιακούς
σεληνιακό
σεληνιακός
σεληνιακών
σεληνιτῶν
σεληνῖτα
σεληνῖται
σελιδοδείκτης
Σελινοῦς
σελινόριζα
σελινῖτις
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/7/6 20:19:01