请输入您要查询的单词:
单词
καθάρματος
释义
καθάρματος
Greek
Noun
καθάρματος
•
(
kathármatos
)
n
Genitive
singular
form of
κάθαρμα
(
kátharma
)
.
随便看
οσαδήποτε
οσεσδήποτε
οσηδήποτε
οσησδήποτε
οσιοτήτων
οσιότητα
οσιότητας
οσιότητες
οσμή
οσμίζομαι
οσμίου
οσμίστηκα
οσοδήποτε
οσοιδήποτε
οσονδήποτε
οσοσδήποτε
οσουδήποτε
οσουσδήποτε
οσπρίου
οσπρίων
οστεοφυλάκια
οστεοφυλάκιο
οστεοφυλακίου
οστεοφυλακίων
οστούν
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/7/20 11:52:03