κάνουμε
Greek
Verb
κάνουμε • (kánoume)
- 1st person plural present form of κάνω (káno).
- θα κάνουμε: 1st person plural perfective future form of κάνω (káno).
- θα κάνουμε: imperfective future form of κάνω (káno).
单词 | κάνουμε |
释义 | κάνουμε |
随便看 |
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。