ιρλανδέζικος
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /iɾlanˈðezikos/
- Hyphenation: ιρ‧λαν‧δέ‧ζι‧κος
Adjective
ιρλανδέζικος • (irlandézikos) m (feminine ιρλανδέζικη or ιρλανδέζικια, neuter ιρλανδέζικο)
- (colloquial) Irish (of Ireland, its people or language)
Declension
Declension of ιρλανδέζικος
number case \\ gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ιρλανδέζικος • | ιρλανδέζικη • / ιρλανδέζικια • | ιρλανδέζικο • | ιρλανδέζικοι • | ιρλανδέζικες • | ιρλανδέζικα • |
genitive | ιρλανδέζικου • | ιρλανδέζικης • / ιρλανδέζικιας • | ιρλανδέζικου • | ιρλανδέζικων • | ιρλανδέζικων • | ιρλανδέζικων • |
accusative | ιρλανδέζικο • | ιρλανδέζικη • / ιρλανδέζικια • | ιρλανδέζικο • | ιρλανδέζικους • | ιρλανδέζικες • | ιρλανδέζικα • |
vocative | ιρλανδέζικε • | ιρλανδέζικη • / ιρλανδέζικια • | ιρλανδέζικο • | ιρλανδέζικοι • | ιρλανδέζικες • | ιρλανδέζικα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ιρλανδέζικος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ιρλανδέζικος, etc.) |
Synonyms
- ιρλανδικός (irlandikós, “Irish”)