ιπποπόταμος
See also: ἱπποπόταμος
Greek
Etymology
From ίππος (íppos, “horse”) + ποταμός (potamós, “river”)
Pronunciation
- IPA(key): i.pɔ.ˈpɔ.ta.mɔs
Noun
ιπποπόταμος • (ippopótamos) m (plural ιπποπόταμοι)
- hippopotamus
Declension
declension of ιπποπόταμος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ιπποπόταμος • | ιπποπόταμοι • |
genitive | ιπποπόταμου • | ιπποπόταμων • |
accusative | ιπποπόταμο • | ιπποπόταμους • |
vocative | ιπποπόταμε • | ιπποπόταμοι • |
Further reading
ιπποπόταμος on the Greek Wikipedia.Wikipedia el