ιδεοκινητικός
Greek
Adjective
ιδεοκινητικός • (ideokinitikós) m (feminine ιδεοκινητική, neuter ιδεοκινητικό)
- ideomotor
Declension
declension of ιδεοκινητικός
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ιδεοκινητικός • | ιδεοκινητική • | ιδεοκινητικό • | ιδεοκινητικοί • | ιδεοκινητικές • | ιδεοκινητικά • |
genitive | ιδεοκινητικού • | ιδεοκινητικής • | ιδεοκινητικού • | ιδεοκινητικών • | ιδεοκινητικών • | ιδεοκινητικών • |
accusative | ιδεοκινητικό • | ιδεοκινητική • | ιδεοκινητικό • | ιδεοκινητικούς • | ιδεοκινητικές • | ιδεοκινητικά • |
vocative | ιδεοκινητικέ • | ιδεοκινητική • | ιδεοκινητικό • | ιδεοκινητικοί • | ιδεοκινητικές • | ιδεοκινητικά • |