请输入您要查询的单词:
单词
θεολόγο
释义
θεολόγο
Greek
Noun
θεολόγο
•
(
theológo
)
m
or
f
Accusative
singular
form of
θεολόγος
(
theológos
)
.
随便看
τετράκις εκατομμύριο
τετράκυκλος
τετράμετρος
Τετράμνηστος
τετράμορφος
τετράπους
τετράς
τετράων
τετράωρος
τετρα-
τετραήμερος
τετραγενής
τετραγράμματον
τετραγράμματος
τετραγωνικά
τετραγωνικά μέτρα
τετραγωνικέ
τετραγωνικές
τετραγωνικές ρίζες
τετραγωνική
τετραγωνική ρίζα
τετραγωνικής
τετραγωνικοί
τετραγωνικού
τετραγωνικούς
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/7/13 7:26:25