ημερολόγια
Greek
Noun
ημερολόγια • (imerológia) n
- Nominative plural form of ημερολόγιο (imerológio).
- Accusative plural form of ημερολόγιο (imerológio).
- Vocative plural form of ημερολόγιο (imerológio).
单词 | ημερολόγια |
释义 | ημερολόγια |
随便看 |
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。