ηλεκτρική κιθάρα
Greek
Noun
ηλεκτρική κιθάρα • (ilektrikí kithára) f (plural ηλεκτρικές κιθάρες)
- electric guitar
Declension
- see: ηλεκτρικός (ilektrikós) and κιθάρα (kithára)
Related terms
- see: ηλεκτρισμός m (ilektrismós, “electricity”)