ηλεκτρική αντίσταση
Greek
Noun
ηλεκτρική αντίσταση • (ilektrikí antístasi) n
- (physics, electricity) electrical resistance
Coordinate terms
- ωμ n (om, “ohm”)
Related terms
- see: ηλεκτρισμός m (ilektrismós, “electricity”)
Further reading
ηλεκτρική αντίσταση on the Greek Wikipedia.Wikipedia el