ευπροσάρμοστος
Greek
Adjective
ευπροσάρμοστος • (efprosármostos) m (feminine ευπροσάρμοστη, neuter ευπροσάρμοστο)
- adaptable
Declension
Declension of ευπροσάρμοστος
number case \\ gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ευπροσάρμοστος • | ευπροσάρμοστη • | ευπροσάρμοστο • | ευπροσάρμοστοι • | ευπροσάρμοστες • | ευπροσάρμοστα • |
genitive | ευπροσάρμοστου • | ευπροσάρμοστης • | ευπροσάρμοστου • | ευπροσάρμοστων • | ευπροσάρμοστων • | ευπροσάρμοστων • |
accusative | ευπροσάρμοστο • | ευπροσάρμοστη • | ευπροσάρμοστο • | ευπροσάρμοστους • | ευπροσάρμοστες • | ευπροσάρμοστα • |
vocative | ευπροσάρμοστε • | ευπροσάρμοστη • | ευπροσάρμοστο • | ευπροσάρμοστοι • | ευπροσάρμοστες • | ευπροσάρμοστα • |
Related terms
- see: προσαρμόζω (prosarmózo, “to adapt or adjust”)