请输入您要查询的单词:
单词
ευνόησα
释义
ευνόησα
Greek
Verb
ευνόησα
•
(
evnóisa
)
1st person singular simple past form of
ευνοώ
(
evnoó
)
.
随便看
εθνικότητας
εθνικότητες
εθνικόφρων
εθνικών
εθνογλωσσολογία
εθνογλωσσολογίας
εθνογλωσσολογίες
εθνογλωσσολογιών
εθνογλωσσολόγε
εθνογλωσσολόγο
εθνογλωσσολόγοι
εθνογλωσσολόγος
εθνογλωσσολόγου
εθνογλωσσολόγους
εθνογλωσσολόγων
εθνογράφε
εθνογράφο
εθνογράφοι
εθνογράφος
εθνογράφου
εθνογράφους
εθνογράφων
εθνογραφία
εθνογραφίας
εθνογραφίες
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/8/1 11:28:59