请输入您要查询的单词:

 

单词 εσωτερικός
释义

εσωτερικός

See also: ἐσωτερικός

Greek

Etymology

From Ancient Greek ἐσωτερικός (esōterikós), from ἐσώτερος (esṓteros) + -ικός (-ikós).

Adjective

εσωτερικός (esoterikós) m (feminine εσωτερική, neuter εσωτερικό)

  1. internal, inside, inner
  2. inland
  3. domestic (not foreign)

Declension

Antonyms

  • εξωτερικός (exoterikós, outside, external)

Derived terms

  • εσωτερικό n (esoterikó, inside, interior)
  • μηχανή εσωτερικής καύσης f (michaní esoterikís káfsis, internal combustion engine)
  • Υπουργείο Εσωτερικών n (Ypourgeío Esoterikón, Ministry of the Interior, Home Office)
随便看

 

国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。

 

Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号 更新时间:2024/11/6 9:52:36