εσωτερικός
See also: ἐσωτερικός
Greek
Etymology
From Ancient Greek ἐσωτερικός (esōterikós), from ἐσώτερος (esṓteros) + -ικός (-ikós).
Adjective
εσωτερικός • (esoterikós) m (feminine εσωτερική, neuter εσωτερικό)
- internal, inside, inner
- inland
- domestic (not foreign)
Declension
declension of εσωτερικός
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | εσωτερικός | εσωτερική | εσωτερικό | εσωτερικοί | εσωτερικές | εσωτερικά |
genitive | εσωτερικού | εσωτερικής | εσωτερικού | εσωτερικών | εσωτερικών | εσωτερικών |
accusative | εσωτερικό | εσωτερική | εσωτερικό | εσωτερικούς | εσωτερικές | εσωτερικά |
vocative | εσωτερικέ | εσωτερική | εσωτερικό | εσωτερικοί | εσωτερικές | εσωτερικά |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο εσωτερικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο εσωτερικός (o pio esoterikós), etc.) |
Antonyms
- εξωτερικός (exoterikós, “outside, external”)
Derived terms
- εσωτερικό n (esoterikó, “inside, interior”)
- μηχανή εσωτερικής καύσης f (michaní esoterikís káfsis, “internal combustion engine”)
- Υπουργείο Εσωτερικών n (Ypourgeío Esoterikón, “Ministry of the Interior, Home Office”)