εστιατόριο
Greek
Noun
εστιατόριο • (estiatório) n (plural εστιατόρια)
- restaurant
Declension
declension of εστιατόριο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εστιατόριο • | εστιατόρια • |
genitive | εστιατορίου • | εστιατορίων • |
accusative | εστιατόριο • | εστιατόρια • |
vocative | εστιατόριο • | εστιατόρια • |
Coordinate terms
- ταβέρνα f (tavérna, “taverna”)
- καφενείο n (kafeneío, “cafe”)