ερωτικός
See also: ἐρωτικός
Greek
Etymology
From Ancient Greek ἐρωτικός (erōtikós).
Pronunciation
- IPA(key): [ɛrɔtiˈkɔs]
Adjective
ερωτικός • (erotikós) m (feminine ερωτική, neuter ερωτικό)
- erotic
- amatory
- amorous
Declension
Declension of ερωτικός
number case \\ gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ερωτικός • | ερωτική • | ερωτικό • | ερωτικοί • | ερωτικές • | ερωτικά • |
genitive | ερωτικού • | ερωτικής • | ερωτικού • | ερωτικών • | ερωτικών • | ερωτικών • |
accusative | ερωτικό • | ερωτική • | ερωτικό • | ερωτικούς • | ερωτικές • | ερωτικά • |
vocative | ερωτικέ • | ερωτική • | ερωτικό • | ερωτικοί • | ερωτικές • | ερωτικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ερωτικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ερωτικός, etc.) |
Degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ερωτικότερος • | ερωτικότερη • | ερωτικότερο • | ερωτικότεροι • | ερωτικότερες • | ερωτικότερα • |
genitive | ερωτικότερου • | ερωτικότερης • | ερωτικότερου • | ερωτικότερων • | ερωτικότερων • | ερωτικότερων • |
accusative | ερωτικότερο • | ερωτικότερη • | ερωτικότερο • | ερωτικότερους • | ερωτικότερες • | ερωτικότερα • |
vocative | ερωτικότερε • | ερωτικότερη • | ερωτικότερο • | ερωτικότεροι • | ερωτικότερες • | ερωτικότερα • |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ερωτικότερος", etc) | |||||
Absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ερωτικότατος • | ερωτικότατη • | ερωτικότατο • | ερωτικότατοι • | ερωτικότατες • | ερωτικότατα • |
genitive | ερωτικότατου • | ερωτικότατης • | ερωτικότατου • | ερωτικότατων • | ερωτικότατων • | ερωτικότατων • |
accusative | ερωτικότατο • | ερωτικότατη • | ερωτικότατο • | ερωτικότατους • | ερωτικότατες • | ερωτικότατα • |
vocative | ερωτικότατε • | ερωτικότατη • | ερωτικότατο • | ερωτικότατοι • | ερωτικότατες • | ερωτικότατα • |