ερωτικά βοηθήματα
Greek
Noun
ερωτικά βοηθήματα • (erotiká voïthímata) n
- Plural form of ερωτικό βοήθημα (erotikó voḯthima).
单词 | ερωτικά βοηθήματα |
释义 | ερωτικά βοηθήματα |
随便看 |
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。