ερωτηματική αντωνυμία
Greek
Noun
ερωτηματική αντωνυμία • (erotimatikí antonymía) f (plural ερωτηματικές αντωνυμίες)
- (grammar) interrogative pronoun
单词 | ερωτηματική αντωνυμία |
释义 | ερωτηματική αντωνυμία |
随便看 |
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。