ερμάρι
Greek
Alternative forms
- αρμάρι n (armári), ερμάριο n (ermário)
Noun
ερμάρι • (ermári) n (plural ερμάρια)
- cupboard, armoire
Declension
declension of ερμάρι
case \\ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | ερμάρι • | ερμάρια • |
genitive | ερμαριού • | ερμαριών • |
accusative | ερμάρι • | ερμάρια • |
vocative | ερμάρι • | ερμάρια • |
Further reading
- αρμάρι on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
- ερμάρι - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.