επιχειρηματικός
Greek
Adjective
επιχειρηματικός • (epicheirimatikós) m (feminine επιχειρηματική, neuter επιχειρηματικό)
- enterprising
Declension
declension of επιχειρηματικός
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | επιχειρηματικός | επιχειρηματική | επιχειρηματικό | επιχειρηματικοί | επιχειρηματικές | επιχειρηματικά |
genitive | επιχειρηματικού | επιχειρηματικής | επιχειρηματικού | επιχειρηματικών | επιχειρηματικών | επιχειρηματικών |
accusative | επιχειρηματικό | επιχειρηματική | επιχειρηματικό | επιχειρηματικούς | επιχειρηματικές | επιχειρηματικά |
vocative | επιχειρηματικέ | επιχειρηματική | επιχειρηματικό | επιχειρηματικοί | επιχειρηματικές | επιχειρηματικά |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο επιχειρηματικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο επιχειρηματικός (o pio epicheirimatikós), etc.) |
Related terms
- see: επιχειρώ (epicheiró, “to undertake”)