επιδημιακός
Greek
Adjective
επιδημιακός • (epidimiakós) m (feminine επιδημιακή, neuter επιδημιακό)
- Alternative form of επιδημικός (epidimikós)
Declension
declension of επιδημιακός
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | επιδημιακός • | επιδημιακή • | επιδημιακό • | επιδημιακοί • | επιδημιακές • | επιδημιακά • |
genitive | επιδημιακού • | επιδημιακής • | επιδημιακού • | επιδημιακών • | επιδημιακών • | επιδημιακών • |
accusative | επιδημιακό • | επιδημιακή • | επιδημιακό • | επιδημιακούς • | επιδημιακές • | επιδημιακά • |
vocative | επιδημιακέ • | επιδημιακή • | επιδημιακό • | επιδημιακοί • | επιδημιακές • | επιδημιακά • |