επεξεργαστής κειμένου
Greek
Noun
επεξεργαστής κειμένου • (epexergastís keiménou) m
- (computing) word processor
Synonyms
- επεξεργαστής εγγράφου m (epexergastís engráfou)
单词 | επεξεργαστής κειμένου |
释义 | επεξεργαστής κειμένου |
随便看 |
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。